- μπαγιάτικο ψωμί
- баjат леб
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μπαγιάτικος, -η — και ια, ο (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν είναι φρέσκος: Μπαγιάτικο ψωμί. 2. μτφ., γερασμένος, παλαιωμένος, συντηρητικός: Μπαγιάτικες ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο 2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι … Dictionary of Greek
ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο. 2. ψωμί που τρώγεται χωρίς προσφάγι: Πέρασα σήμερα με ξερόψωμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγιάτης — ουδ. ι (συν. το ουδ.) μπαγιάτι (για το ψωμί) μπαγιάτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat] … Dictionary of Greek
αμούχλιαστος — η, ο αυτός που δε μούχλιασε: Το ψωμί ήταν μπαγιάτικο, αλλά αμούχλιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)